Ενθουσιασμός για μία σημαντική αρχαιολογική ανακάλυψη, απόρροια της ανάγκης για ισχυρά σύμβολα σε μία εποχή θεσμικής και αξιακής κρίσης ή μήπως ακόμα ένα παράδειγμα συλλογικής εμμονής με ό,τι μπορεί να ενισχύσει την εθνική αφήγηση;
Εδώ και πάνω από ένα μήνα, η ανασκαφή στην Αμφίπολη μονοπωλεί την προσοχή του κοινού, παραμένοντας σταθερά μεταξύ των πιο δημοφιλών ειδήσεων και αποσπώντας καθημερινά δεκάδες σχόλια διαδικτυακών αναγνωστών. Ωστόσο, τα αίτια αυτού του ενδιαφέροντος είναι δύσκολο να αποσαφηνιστούν: αφενός πρόκειται για ένα μοναδικό, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, μνημείο, εντυπωσιακό χάρη στο μέγεθος όσο και στον περίτεχνο διάκοσμό του. Αφετέρου ο τύμβος συνδέθηκε εξ αρχής με ζητήματα εθνικής ταυτότητας αφού -παρά τις επιστημονικής κοινότητας- προβλήθηκε ευρέως ως ο «τάφος του Αλεξάνδρου» ή έστω κάποιου κοντινού του προσώπου.
«Η αρχαιολογία συγκινεί την κοινή γνώμη γιατί προσφέρει την ψευδαίσθηση της επαφής με τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, που εμφανίζονται στα μάτια μας ως αναντίρρητα τεκμήρια της κυρίαρχης ιστορίας», τονίζει ο κ. Δημήτρης Πλάντζος, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όμως αυτό που συμβαίνει στην Αμφίπολη «είναι κάτι διαφορετικό», καθώς το ενδιαφέρον του κοινού «δεν εστιάζεται στο να μάθουμε κάτι που δεν γνωρίζαμε για τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά στο πώς αυτό το νέο στοιχείο θα επηρεάσει την παρούσα κατάσταση. Συνδέεται, δηλαδή, η Αμφίπολη με τη σημερινή συγκυρία». Αυτή η σύνδεση καλλιεργήθηκε και από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού - «δηλώσεις που δημιουργούν την εντύπωση πως η εθνική ταυτότητα των σύγχρονων Ελλήνων, η εδαφική ακεραιότητα της χώρας ή ακόμα και η έξοδος από την κρίση εξαρτώνται από την ανεύρεση καταλοίπων ενός παρελθόντος, που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ένδοξο».
Μολονότι δεν επιθυμεί να μειώσει τη σημασία του ευρήματος, ο κ. Πλάντζος εκτιμά ότι «έτσι όπως εκτυλίσσεται η υπόθεση της Αμφίπολης σήμερα, εν μέσω οικονομικής κρίσης, τη στιγμή που η προσήλωση της χώρας στο όραμα του εκσυγχρονισμού αμφισβητείται», η ανασκαφή «εμφανίζεται ως ένα μέσο φαντασιακής διαφυγής προς ένα καλύτερο μέλλον». Εκτός από την πολιτική ηγεσία, και οι αρχαιολόγοι έχουν επιτρέψει -ηθελημένα ή όχι- την καλλιέργεια προσδοκιών αναντίστοιχων «της αποστολής της συγκεκριμένης ανασκαφής», υποστηρίζει ο καθηγητής. «Έχουμε ξαφνικά βρεθεί να μιλάμε για το αν τελικά ο Αλέξανδρος τάφηκε στην Αμφίπολη, το οποίο είναι ιστορικά απίθανο», διευκρινίζει, επισημαίνοντας πως είναι πολύ νωρίς για την απόδοση του μνημείου σε συγκεκριμένους αρχιτέκτονες ή «επώνυμους» νεκρούς.
Σύμφωνα με τον κ. Πλάντζο, το φαινόμενο της υπερβολικής έκθεσης είχε εν πολλοίς αποφευχθεί όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφές στη Βεργίνα. Φυσικά, τότε «δεν υπήρχε Ιντερνετ, δεν υπήρχε αυτή η αίσθηση reality show», αλλά «πρέπει να αναγνωρίσουμε πως το προστάτεψε και ο Ανδρόνικος» και η ηγεσία της εποχής. Στο διάστημα που μεσολάβησε, «η εξέλιξη του μακεδονικού ζητήματος» οδήγησε στη γέννηση της «αρχαιολογίας της εθνικής ταυτότητας» και ενός «παράλληλου αφηγήματος περί πολιτισμικού αυτοχθονισμού», βασισμένου σε θεωρίες συνωμοσίας. Σήμερα, οι ανασκαφείς της Αμφίπολης είναι αναγκασμένοι να τροφοδοτούν τη «ζήτηση» για συνεχή ενημέρωση, αφού διαφορετικά κινδυνεύουν να κατηγορηθούν ότι αποσιωπούν στοιχεία.
Ανάγκη για πρότυπα
Tο «φαινόμενο Αμφίπολη» δεν σχετίζεται αποκλειστικά με ζητήματα εθνικής ταυτότητας, υποστηρίζει από την πλευρά του ο κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος, επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αντίθετα, προκύπτει και από «μια διαρκή και οικουμενική ανάγκη για το μνημειώδες», η οποία προφανώς οξύνεται σε περιόδους αμφισβήτησης των θεσμών. «Οι μεγάλες θεσμικές, γεωπολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ορίζουσες βρίσκονται, τουλάχιστον από την 11η Σεπτεμβρίου και μετά -και έπειτα από συμβολικά και πραγματικά χτυπήματα- σχεδόν στον βαθμό μηδέν», εξηγεί. «Οι ισχυρές μορφές του παρελθόντος -το κράτος, οι ηγέτες, η Ε.Ε., η αμερικανική στρατιωτική παρουσία κ.ο.κ.- βρίσκονται σε πολύ μεγάλη κρίση». Ταυτόχρονα, πέρα από την «ισοπέδωση των θεσμών, των προσώπων, της πολιτικής βούλησης, της πολιτικής ικανότητας της Δημοκρατίας να αντιμετωπίσει την παγκοσμιοποίηση», οι άνθρωποι στις ευρωπαϊκές -και όχι μόνο- κοινωνίες πλέον δυσκολεύονται να εντοπίσουν τη θέση τους στον παγκόσμιο χάρτη και κυρίως «να προβάλουν τον εαυτό τους στο μέλλον». Κατά συνέπεια, επιστρέφουμε στην ανάγκη για πρότυπα, στα οποία μπορούμε είτε να συμμορφωθούμε είτε να αντιπαρατεθούμε.
Χωρίς να παραβλέπει την παράμετρο «που έχει να κάνει με ιστορικό παρελθόν συγκρότησης της ελληνικής Μακεδονίας και με τον αλυτρωτισμό που υπάρχει εκατέρωθεν στην περιοχή», ο κ. Παναγιωτόπουλος θεωρεί πως το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την ανασκαφή απορρέει ακριβώς από τη βαθύτερη αναζήτηση για νέα, σταθερά σημεία αναφοράς, και από την προσπάθεια «ανασυγκρότησης μιας αφήγησης του προσωπικού εαυτού μέσα από την προβολή της σ’ ένα ιστορικό παρελθόν». Σε αντίθεση «με κάποιες, παρωχημένες πλέον αντιλήψεις, που επικαλούνται την ίση αξία ενός κουκουτσιού ελιάς 2.500 ετών με έναν φαραωνικών διαστάσεων τάφο, η δική μου αίσθηση είναι ότι το μνημειώδες των μεγεθών είναι αυτό που έρχεται να φτιάξει εικόνες, αγωνίες, προσδοκίες». Επομένως, «μικρή η σημασία του ενοίκου του τάφου, όσο το μεγαλείο του ίδιου του μνημείου».
Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η πολιτεία προσεγγίζει τις αρχαιολογικές έρευνες στον τύμβο Καστά, η θέση του κ. Παναγιωτόπουλου είναι πως για μία ακόμη φορά «έχουμε τη σύγχρονη επικοινωνιακή διαχείριση που θα περίμενε κανείς να έχει το ελληνικό κράτος για όλα τα ζητήματα». Από αυτή τη σκοπιά, η επίσκεψη «του πρωθυπουργού σε μία τόσο σημαντική ανασκαφή, δεν έχει τις ιδιότητες που της έχουν αποδοθεί. Το κράτος, «σε αναζήτηση σημείων “αντιστήριξης”, είναι απολύτως αναμενόμενο να επενδύει και να διαχειρίζεται αυτήν την υπόθεση. Περιέργως πώς ορισμένοι φρίττουν με τον «εθνικισμό του τάφου» τη στιγμή που εδώ και χρόνια η δημόσια σφαίρα παραπέμπει σε αρένα κατασπάραξης “λιγότερο Ελλήνων, δωσίλογων” κτλ.».
Το μεγάλο στοίχημα σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο είναι η αναπόφευκτη «ενίσχυση του authority, που σε πλανητικό επίπεδο τροφοδοτεί το αίτημα για το μνημειώδες και αυξάνει τη ζήτηση για Ιστορία με κεφαλαίο Ι», να μην υλοποιηθεί με τον χειρότερο τρόπο, αλλά να «παραμείνει μέσα στο πλαίσιο των δημοκρατικών αρχών», καταλήγει ο καθηγητής.
Πηγή: Χρ. Σανούδου, Καθημερινή, Έρρωσο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου