Του Μάριου Βερέττα*
Επειδή κάθε καλοκαίρι πλήθος ατάλαντων σκηνοθετών συναγωνίζονται ποιος θα κακοποιήσει περισσότερο τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, ποιος θα τους πρωτοντύσει με κουστούμια και τζιν, ποιος θα διογκώσει ασύμμετρα τη χυδαιότητα, σαν να πρόκειται για επιθεώρηση και ποιος θα πρωτοκαταργήσει την ιερότητα των χορικών του μεγάλου Αθηναίου ποιητή, σκέφτηκα να σας πω δύο λογάκια για τον ίδιο τον Αριστοφάνη και τα έργα του.
Ο Αριστοφάνης, γιος του Φιλίππου, γεννήθηκε στον Δήμο Κυδαθηναίων, στη σημερινή Πλάκα, γύρω στο 445 πx και πέθανε στα μέσα της δεκαετίας του 380 π.Χ. Οι αρχαίοι σχολιαστές μιλούν για μια ενδεχόμενη καταγωγή του από τη Λίνδο της Ρόδου, και γι’ αυτό άλλωστε τον μήνυσε ο πολιτικός του αντίπαλος ο βυρσοδέψης ο Κλέωνας, ισχυριζόμενος πως ήταν ξένος και δεν είχε δικαίωμα να μιλάει για τα κοινά στην Αθήνα.
Ο Αριστοφάνης ξεκίνησε τη σύνθεση των κωμωδιών του από εφηβική ηλικία και παρουσίασε τα τέσσερα πρώτα έργα του με άλλο όνομα, εφόσον ένιωθε πολύ νέος για να διδάξει τον χορό. Έτσι ο έμπειρος Καλλίστρατος ανέλαβε να διδάξει για λογαριασμό του, τους οι Δαιταλείς το 427 π.Χ., τους Βαβυλώνιους, το 426, τους «Αχαρνείς», το 425 και τους «Ιππείς», το 424.
Ο Αριστοφάνης νυμφεύτηκε νωρίς κι απέκτησε τρεις γιους, τον Φίλιππο, τον Νικόστρατο και τον Αραρότα. Ο τελευταίος έγινε κι αυτός κωμικός ποιητής.
Ο Αριστοφάνης είχε μεγάλη μόρφωση. Γνώριζε άριστα τα έργα των προηγούμενων ποιητών. Ήταν πνευματώδης, ευφυολόγος, και με τόλμη καυτηρίαζε τους δημαγωγούς, τους σοφιστές αλλά και τον δήμο των Αθηναίων, που παρασυρόταν εύκολα σε περιπέτειες από τους δόλιους πολιτικάντηδες.
Το αριστούργημα του Αριστοφάνη θεωρούνται οι «Όρνιθες», που παρουσιάστηκε το 414 στα Μεγάλα Διονύσια και βάζει τα πουλιά να κάνουν απεργία και κατάληψη στον αέρα, μέχρι που οι θεοί να αναγκαστούν να φέρουν ειρήνη και δικαιοσύνη στον κόσμο.
Στις μέρες μας οι περισσότεροι σκηνοθέτες κακοποιούν με τρόπο εξοργιστικό τις κωμωδίες του Αριστοφάνη και επιδιώκουν με τις εμετικές σύγχρονες αμφιέσεις (κουστούμια, γραβάτες, γόβες), την ξενόφερτη εκκωφαντική μουσική, τα αηδιαστικά σκηνικά (μοτοσυκλέτες, αυτοκίνητα, τρακτέρ κ. ά.) και την άνευ θρησκευτικού αντίβαρου χυδαιολογία να καλύψουν το κενό της θεατρικής τους παιδείας, ώστε φθάνει στο σημείο να υποψιάζεται κανείς πως κάποια κέντρα φροντίζουν διαμέσου των ασυνείδητων σκηνοθετών να απομακρύνουν όσο το δυνατόν τους νεοέλληνες από τους χυμούς του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και να τους κάνουν να σιχαθούν ό,τι ωραιότερο έχει γεννηθεί σ’ αυτό τον τόπο.
Παρόλα αυτά, για τους ευσυνείδητους καλλιτέχνες δεν λείπουν τα λαμπρά υποδείγματα, που μπορούν εάν θέλουν να ακολουθήσουν. Διότι τελικά, ένα ταξίδι αποζητά η ψυχή του θεατή, μια υπέρβαση της αγωνίας του, έναν εξευτελισμό του φόβου του και μια ψυχαγωγία, με την υπέρτατη σημασία της λέξης, κι όλα αυτά όσο το δυνατόν πιο κοντά στον παραμυθένιο κόσμο της αξεπέραστης αριστοφανικής φαντασίας…
* Ο Μάριος Βερρέτας είναι συγγραφέας και εκδότης του εκδοτικού οίκου Βερρέτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου